γυναικίσιος
Смотреть что такое "γυναικίσιος" в других словарях:
γυναικίσιος, -ια, -ιο — γυναικείος: Γυναικίσια συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυναικοπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που ταιριάζει σε γυναίκες, γυναικίσιος: Αυτό είναι γυναικοπρεπές φέρσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)